τροχόσπιτο

τροχόσπιτο
το
όχημα διαρρυθμισμένο σε κατοικία, που σέρνεται από αυτοκίνητο και είναι χρήσιμο σε μακρινά οικογενειακά ταξίδια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τροχόσπιτο — το, Ν τεχνολ. 1. (παλαιότερα) τροχήλατη άμαξα που χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα ως μεταφορικό μέσο και κατοικία νομάδες, πλανόδιοι έμποροι, διευθυντές και καλλιτέχνες περιοδευόντων θιάσων και τσίρκων 2. (σήμερα) αυτοκινούμενο ή ρυμουλκούμενο… …   Dictionary of Greek

  • κάμπινγκ — (αγγλ. camping). Είδος τουρισμού κατά το οποίο η εγκατάσταση γίνεται σε σκηνές, τροχόσπιτα και άλλα κινητά καταλύματα για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο όρος χρησιμοποιείται διεθνώς, τόσο για τον τρόπο όσο και για τον χώρο διαμονής. Η… …   Dictionary of Greek

  • τροχοβίλα — η, Ν μεγάλο τροχόσπιτο διαμορφωμένο εσωτερικά με πολλούς και άνετους χώρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + βίλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”